ελλοχεύω

ελλοχεύω
αμετ
1) устраивать засаду, подстерегать, выслеживать; 2) перен. крыться, таиться;

ελλοχεύοντες κίνδυνοι — скрытая опасность;

υπό την φαινομενικήν γαλήνην ελλοχεύουν σοβαρώτατοι κίνδυνοι — под кажущимся спокойствием кроется очень серьёзная опасность


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ελλοχεύω" в других словарях:

  • ελλοχεύω — βλ. πίν. 19 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ελλοχεύω — 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. (για αρρώστια, κίνδυνο κ.λπ.) υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • ελλοχεύω — ελλόχευσα, αμτβ, ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω, στήνω καρτέρι (κυριολ. και μτφ.): Ελλοχεύουν πολλοί κίνδυνοι στις επιδείξεις των ακροβατών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμονεύω — περιμένω κρυμμένος να περάσει κάποιος για να τού κάνω κακό ή για να αμυνθώ ή για να προστατεύσω κάτι δικό μου, παραφυλάγω, στήνω καρτέρι, ενεδρεύω, ελλοχεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμονή. Η μτχ. του ρήματος παραμονεύοντες μαρτυρείται από το 1897 στην… …   Dictionary of Greek

  • προεγκάθημαι — Α ενυπάρχω εκ τών προτέρων («οἱ διὰ τὰς προεγκαθημένας αὐτοῑς ὁρμὰς ὀλιγωροῡντες τοῡ καθήκοντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκάθημαι «ενεδρεύω, ελλοχεύω»] …   Dictionary of Greek

  • υποκαθίζω — ΜΑ [καθίζω] τοποθετώ κάποιον σε ενέδρα αρχ. 1. (αμτβ.) α) ενεδρεύω, ελλοχεύω β) κατακαθίζω («τὰ μείζοντα καὶ βαρύτατα πάντως ύπεκάθιζεν», Πλούτ.) 2. μέσ. ὑποκαθίζομαι τοποθετούμαι σε ενέδρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»