ελλοχεύω — βλ. πίν. 19 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ελλοχεύω — 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. (για αρρώστια, κίνδυνο κ.λπ.) υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση … Dictionary of Greek
ελλοχεύω — ελλόχευσα, αμτβ, ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω, στήνω καρτέρι (κυριολ. και μτφ.): Ελλοχεύουν πολλοί κίνδυνοι στις επιδείξεις των ακροβατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμονεύω — περιμένω κρυμμένος να περάσει κάποιος για να τού κάνω κακό ή για να αμυνθώ ή για να προστατεύσω κάτι δικό μου, παραφυλάγω, στήνω καρτέρι, ενεδρεύω, ελλοχεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμονή. Η μτχ. του ρήματος παραμονεύοντες μαρτυρείται από το 1897 στην… … Dictionary of Greek
προεγκάθημαι — Α ενυπάρχω εκ τών προτέρων («οἱ διὰ τὰς προεγκαθημένας αὐτοῑς ὁρμὰς ὀλιγωροῡντες τοῡ καθήκοντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκάθημαι «ενεδρεύω, ελλοχεύω»] … Dictionary of Greek
υποκαθίζω — ΜΑ [καθίζω] τοποθετώ κάποιον σε ενέδρα αρχ. 1. (αμτβ.) α) ενεδρεύω, ελλοχεύω β) κατακαθίζω («τὰ μείζοντα καὶ βαρύτατα πάντως ύπεκάθιζεν», Πλούτ.) 2. μέσ. ὑποκαθίζομαι τοποθετούμαι σε ενέδρα … Dictionary of Greek